ὑποδιαίρεσις

ὑποδιαίρεσις
ὑποδιαίρ-εσις, εως, ,
A subdivision, Diog.Bab.Stoic.3.215, Gal.14.689, Hermog.Inv.3.10, S.E.M.11.15, Vett.Val.98.10, Procl.Hyp.3.10, etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὑποδιαίρεσις — subdivision fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδιαιρέσει — ὑποδιαίρεσις subdivision fem nom/voc/acc dual (attic epic) ὑποδιαιρέσεϊ , ὑποδιαίρεσις subdivision fem dat sg (epic) ὑποδιαίρεσις subdivision fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδιαιρέσεις — ὑποδιαίρεσις subdivision fem nom/voc pl (attic epic) ὑποδιαίρεσις subdivision fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδιαιρέσεσι — ὑποδιαίρεσις subdivision fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδιαιρέσεσιν — ὑποδιαίρεσις subdivision fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδιαίρεσιν — ὑποδιαίρεσις subdivision fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποδιαίρεση — η / ὑποδιαίρεσις, έσεως, ΝΜΑ [ὑποδιαιρῶ] η διαίρεση τμήματος ή τμημάτων σε μικρότερα μέρη νεοελλ. 1. η παραπέρα διαίρεση ενός μέλους μιας πρώτης διαίρεσης στα είδη του («τα θηλαστικά αποτελούν υποδιαίρεση τής ευρύτερης κατηγορίας τών… …   Dictionary of Greek

  • ὑποδιαιρέσεων — ὑποδιαιρέσεω̆ν , ὑποδιαίρεσις subdivision fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδιαιρέσεως — ὑποδιαιρέσεω̆ς , ὑποδιαίρεσις subdivision fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”